βουβῶνες

βουβῶνες
βουβών
groin
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βουβώνες — Η περιοχή του σώματος που απλώνεται στο μήκος της βουβωνικής πτυχής, που σχηματίζεται με την κάμψη του μηρού προς την κοιλιά. βουβωνική πανώλη. Μορφή πανούκλας. Οφείλεται στο λεγόμενο πανωλικό βακτηρίδιο. Στον άνθρωπο μπορεί να μεταδοθεί κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • αζάλικας — και ατζάλικας, ο 1. το μπροστινό πάνω μέρος τού μηρού, ριζομέρι 2. αδενίτιδα στους βουβώνες ή στις μασχάλες και οι ίδιοι οι βουβώνες ή η μασχάλη …   Dictionary of Greek

  • αζαλικώνομαι — [αζάλικας] έχω πρήξιμο στις μασχάλες ή στους βουβώνες …   Dictionary of Greek

  • βουβωνικός — ή, ό (Μ βουβωνικός, ή, όν, Α βουβωνιακός, ή, όν) [βουβών] αυτός που ανήκει στους βουβώνες ή αναφέρεται σ αυτούς («βουβωνικὴ χώρα», «βουβωνικὴ κήλη», «βουβωνικὸς πόρος», «βουβωνική πανώλης») μσν. φρ. «βουβωνικὸν πάθος» η πανούκλα …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • μικροπολυαδενοπάθεια — η ιατρ. μικρού βαθμού ανώδυνη υπερτροφία τών λεμφογαγγλίων σε πολλές περιοχές τού σώματος, όπως λ.χ. στον λαιμό, στις μασχάλες, στους βουβώνες …   Dictionary of Greek

  • οπισθοβουβωνικός — ή, ό αυτός που βρίσκεται πίσω από τους βουβώνες …   Dictionary of Greek

  • φύγεθρον — και δ. γρφ. φύγεθλον, τὸ, ΜΑ φλεγμονή και εξοίδηση τών αδένων και, ιδίως, αυτών που βρίσκονται στις μασχάλες και στους βουβώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φύγεθρον / φύγεθλον ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *bhl u της ρίζας *bhl eu «φουσκώνω, πρήζομαι, ρέω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”